ονοματώδης

ονοματώδης
-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) [όνομα]
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή τού ονόματος, τής λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή τής λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο τής αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀνοματώδης — of the nature of a name masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀνοματώδης of the nature of a name masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀνοματώδης of the nature of a name masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματώδη — ὀνοματώδης of the nature of a name neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀνοματώδης of the nature of a name masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀνοματώδης of the nature of a name masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματώδεις — ὀνοματώδης of the nature of a name masc/fem acc pl ὀνοματώδης of the nature of a name masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνοματώδους — ὀνοματώδης of the nature of a name masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”