- ονοματώδης
- -ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) [όνομα]1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή τού ονόματος, τής λέξης2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή τής λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο τής αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχήαρχ.αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.
Dictionary of Greek. 2013.